ἐρινεόν — fruit of the neut nom/voc/acc sg ἐρῑνεόν , ἐρινεός wild fig tree masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερινεόν — το και ερινεός και ερινός και αρινός, ο (AM ἐρινεόν, Α και ἐρινόν) [ερινεός] ο καρπός τής αγριοσυκιάς, το αγριόσυκο («εἰσδύεται εἰς τὰ τῶν συκῶν ἐρινεά», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
ερίνεον — το παθολογικό έκφυμα τής επιδερμίδας τών φυτών που προκαλείται από το τσίμπημα μερικών εντόμων … Dictionary of Greek
Ἐρινεόν — Ἐρινεός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρινεοῖς — ἐρινεόν fruit of the neut dat pl ἐρῑνεοῖς , ἐρινεός wild fig tree masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρινεοῖσι — ἐρινεόν fruit of the neut dat pl (epic ionic aeolic) ἐρῑνεοῖσι , ἐρινεός wild fig tree masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρινεοῦ — ἐρινεόν fruit of the neut gen sg ἐρῑνεοῦ , ἐρινεός wild fig tree masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρινεά — ἐρινεόν fruit of the neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρινεῶν — ἐρινεόν fruit of the neut gen pl ἐρῑνεῶν , ἐρινεός wild fig tree masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρινεῷ — ἐρινεόν fruit of the neut dat sg ἐρῑνεῷ , ἐρινεός wild fig tree masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)